- προαστίτης
- ό, ΜΑο κάτοικος προαστίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < προάστιον + επίθημα -ίτης αναλογικά προς το πολ-ίτης (πρβλ. ἀστ-ίτης: ἄστυ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαστίς — βοιωτ. τ. προFαστίς, ίδος, ἡ, Α η κάτοικος προαστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. θηλ. τού προαστίτης] … Dictionary of Greek